Η εκδίκηση του Διός

Πρωινή αχνίζουσα θάλασσα. Το νερό διάφανο, όπου έπεφταν οι σκιές των δέντρων πράσινο, όπου καθρεφτίζονταν τα βράχια βαθύ τιρκουάζ. Γεμάτη η πλαζ, αλλά ησυχία. Σχεδόν υπνωτισμένοι οι λουόμενοι απολάμβαναν το μπάνιο τους. Εμφανίστηκε κι ένας δυνάμει λουόμενος. Αμέριμνος και πολύ ευτυχής. Χαμογελούσε. Έφτασε δίπλα στο κύμα, σαν να μύριζε το νερό και μετά σήκωσε ευχαριστημένος ψηλά το κεφάλι του λες και ήταν έτοιμος να τραγουδήσει από τη χαρά του.
Ήδη η παρουσία του είχε ξεσηκώσει την παραλία. Έτσι ωραίος και μοιραίος που είχε περάσει ανάμεσά τους... Την αμεριμνησία της στιγμής χάλασε η πρώτη πέτρα. Που του πέταξαν. Σκυλάκος ήταν ο γόης που τον είχαν βγάλει τα βήματά του στη θάλασσα. Η άμεση αντίδραση που ήρθε από το νερό, «Επ, τι κάνετε εκεί, μην τον χτυπάτε. Ντροπή!». «Άμα τον θες το σκύλο να τον πάρεις στο κρεβάτι σου», η απάντηση η ...εύλογη από τον ηλικιωμένο που είχε σηκωθεί να κυνηγήσει το ζωντανό. Το σούσουρο ξέσπασε. «Τα σκυλιά έχουν αρρώστιες», «Ήρθαμε να κάνουμε ένα μπάνιο, μην κολλήσουμε και τίποτα», «Ε, όχι, το ζωντανό δεν πείραξε κανέναν», η κοινή γνώμη. Ο όμορφος αλητάκος που δεν του έμελλε να χαρεί τη φύση εκείνη τη στιγμή στη φαντασμαγορία της, αφού φρόντισαν γι' αυτό τα έλλογα όντα του πλανήτη, άρπαξε ένα παπούτσι κι άρχισε να τρέχει δαιμονισμένα. Πήρε την εκδίκησή του. Έδωσε σχηματικά την απάντηση: «Άμα θέλετε να είμαστε ζούγκλα, θα είμαστε, ο καθείς και τα όπλα του». Τα ξεφωνητά στην παραλία, η αναστάτωση, σαν από ταινία. Μόνο που δεν ήταν. Ο παρείσακτος είχε διωχθεί. Ευχαριστημένοι οι πρώτοι που έριξαν το λίθο.
Χρόνια -και τώρα περισσότερο από ποτέ, σε κοινή θέα-, στη μεγάλη πόλη και σε γωνιές της χώρας διώκονται άνθρωποι. Που δεν έχουν καταφύγιο. Μόνο που δεν μιλάει κανείς. Είναι μετανάστες, είναι «εγκληματίες», είναι ό,τι τους καταμαρτυρά ο καθένας. Είναι ό,τι μας βολεύει, οι ξένοι, οι Άλλοι. Μας ενδιαφέρει μονάχα να τους διώξουμε, μήπως και σταματήσουμε να κινδυνεύουμε από την επισειόμενη απειλή τους. Έχουν τολμήσει να διαπράξουν το έγκλημα της επιβίωσης, μετακινούμενοι από ήπειρο σε ήπειρο. Εμείς που θρέψαμε τον Οδυσσέα και τόσο περιπλανηθήκαμε παντού στον κόσμο, σε κάθε γνωστή και άγνωστη μεριά της και που τώρα που σκούρυναν τα πράγματα, παίρνουμε πάλι τους ίδιους δρόμους για το έξω από εδώ, φοβόμαστε τη σκιά μας και τη φάτσα μας στον καθρέφτη. Παίρνουμε τις πέτρες και ρίχνουμε στο ψαχνό, πιο φοβισμένοι και παράλογοι από ποτέ. Χωρίς να αναλογιζόμαστε την μήνιν των «θεών». Ο Ξένιος Δίας πρέπει να ετοιμάζει τους κεραυνούς του. Ο δε σκυλάκος έχει πάρει το παπούτσι και τρέχει μακριά. Πιο μακριά για την ανθρωπιά από τη βία υπάρχει;

(Δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 31/8/2012)