Η χαμένη γενιά στον καθρέφτη


Αν κάτι πρέπει να μας προβληματίσει και να αναρωτιόμαστε συνεχώς, είναι γιατί τόσος φόβος για τον ξένο, για τον άλλο, για εκείνον που δεν γνωρίζουμε, για τον διαφορετικό. Γιατί τόσο μεγάλη πρεμούρα από ένα ζωτικό κομμάτι της κοινωνίας να υπερασπιστεί φασιστικές πρακτικές και αντιλήψεις; Γιατί τόσο μεγάλη ανάγκη να γίνει η διάκριση από τον άλλον; Τι μας έλειψε τα προηγούμενα χρόνια κι αρχίσαμε να φοβόμαστε; Εντάξει, υλικά δεν μας έλειψαν, τι μας έλειψε, λοιπόν; Ίσως εμπιστοσύνη; Πρώτα προς τον ίδιον μας εαυτόν, προφανώς. Δεν εξηγείται αλλιώς. Αλλά ας αναρωτηθούμε λίγο παραπάνω. Είναι εύκολες οι απαντήσεις για τους ξένους που μας απειλούν και που μας πήραν τις δουλειές. Που η φτώχεια τώρα τα κάνει όλα χειρότερα και άλλα τέτοια. Πολύ εύκολες, πολύ αβασάνιστες και φυσικά σπεύδουν  να μας καλύψουν ένα κενό. Πού αλλού; Μέσα μας.
Πολύ φοβάμαι ότι όλα αυτά τα χρόνια μας έλειψε μέσα μας ένα πλέγμα θεώρησης του κόσμου, ένα σταθερό σύστημα αναζήτησης μιας ερμηνείας των πραγμάτων και κυρίως θέασής τους που να μας παρέχει μια ασφάλεια αναγνώρισης του σεβασμού προς τον ίδιον μας τον εαυτό. Ναι, να νιώθει ο καθένας επαρκώς μέσα του ισχυρός και δυνατός να βρίσκεται μέσα στη ζωή του, χωρίς το μεγάλο φόβο της απόρριψης, της αδυναμίας απέναντι στο ίδιο του το εγώ.
Τι σου το δίνει αυτό; Μα, η γνώση, η οργανωμένη σκέψη, η πολύπαθη προσωπική καλλιέργεια, ο πολιτισμός, το καλό μεγάλωμα των ανθρώπων στο σπίτι τους. Ξεχάσαμε πόσο σημαντικό πράγμα είναι να είναι κάποιος γονιός που δίνει στο παιδί του μια καλή βάση ψυχική να αναπτυχθεί και να υπάρξει στον κόσμο. Ξεχάσανε ακόμα και οι μεγαλύτεροι πώς να συμπεριφέρονται στους νεότερους, στην ηλικία παιδιά κι εγγόνια τους. Βλέπω πόσο πιεσμένοι είναι οι ίδιοι. Παντού. Στις υπηρεσίες, στις συγκοινωνίες, ακόμα και στα καταστήματα. Βγάζουν μια φοβερή επιθετικότητα, κυρίως προς τους νέους, κουβαλώντας ήδη μια αποτυχία στις πλάτες τους. Έτοιμοι να τους αφορίσουν με μια κουβέντα για το απέξω τους. Για το ντύσιμό τους, τα τατουάζ τους, τις επιλογές τους. Καταρχάς, επιφανειακά. Χωρίς να βλέπουν λίγο πιο μέσα απ’ αυτό. Χωρίς να έχουν τη διάθεση να τους προσεγγίσουν. Κι εκεί ίσως να κρύβεται αυτό το μυστικό για την αγωνία της απόρριψης και της πίστης του καθενός στον εαυτόν του: στους προπάτορες. Χωρίς να επιρρίπτω ευθύνες. Προσπαθώ να καταλάβω, να σκεφτώ. Γιατί νέοι άνθρωποι αναπτύσσουν τόσο οπισθοδρομικές ιδέες. Ίσως επειδή νιώθουν τόσο αποξενωμένοι από την προηγούμενη γενιά, τόσο μόνοι, αφημένοι στην τύχη τους.
Αυτό παρατηρώ γύρω μου. Την αδυναμία μιας γενιάς που προηγείται και που ηλικιακά είναι οι πατέρες και οι μητέρες μας που βρίσκονται λίγο πριν την παράδοση του κόσμου σε μας, την αδυναμία τους να «πούνε» τον κόσμο και να σου δώσουν τις λέξεις τους και τα εργαλεία τους να τον διαβάσεις κι εσύ. Και διαπιστώνεις ότι ίσως αυτή να είναι η χαμένη γενιά. Η προηγούμενη που παραδίδει σε λίγο τα σκήπτρα. Εκείνη που δεν έχει εξηγήσεις τώρα ούτε και ερωτήματα. Αυτή που παροπλισμένη πριν την ώρα της παραδίδεται αμαχητί. Οι αμέσως προηγούμενοι ήταν σκληρά καρύδια. Οι παππούδες. Τους πήρε μόνο ο θάνατος, όχι η ήττα μαζί της. Δεν άκουσα ποτέ τη λέξη «βαριέμαι» από το στόμα τους ούτε «δεν μπορώ». Οι πατεράδες μας μένουν σιωπηλοί να δούνε τι θα γίνει. Πού θα τους κατατάξει ο καιρός και η Ιστορία. Άμα περιμένεις να σε κατατάξουν οι άλλοι, είναι αργά. Οι πράξεις και οι αποφάσεις σου σε κατατάσσουν.

(Δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 6 Ιουλίου 2012)