Το τραγούδι μας

Η απέραντη ανηθικότητα είναι σπρωγμένη κάτω από το χαλάκι, στη γωνία, πίσω από την πόρτα, κάτω από τα έπιπλα και υπονομεύει σταθερά κι επίμονα το αν θα ανοίξει η πόρτα να μπει το καινούριο, να μπει η αισιοδοξία, να μπει το φως. Να μπει ο καινούριος αέρας είτε είναι καθαρός είτε δεν είναι. Και η κατήφεια και η μιζέρια σιγοτρώνε με την υγρασία τους τα πρόσωπα. Ένας επισκέπτης βραζιλιάνος που ζει στο Λονδίνο, νέος άνθρωπος, μου είπε ότι μας είδε κοντούς και μουρτζούφληδες, μελαγχολικούς με σκαμμένα πρόσωπα, πρόωρα γερασμένους. Τον σόκαρε η Αθήνα. Κι εμένα η διαπίστωσή του.
Η μούχλα απλώνεται και μυρίζει κλεισούρα αυτός ο τόπος. Τόσο άδοξα και τόσο ανόητα. Μην ψάχνουμε συνωμοσίες, έτερους φταίχτες, εξωτερικούς, ξένους παράγοντες. Εδώ είναι η δυσωδία. Ο ένας ένας τη φέρει. Άμα δεν την πετάξει έξω από τη ζωή του, δεν γίνεται τίποτα. Αυτή τη διαρκή υπονόμευση. «...Πέστε λοιπόν στον ήλιο να ’βρει έναν καινούριο δρόμο/ Τώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη/ Αν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του...» (Οδυσσέας Ελύτης, Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, 1945). 
Το κοινό έγκλημα συνδεδεμένο με την πολιτική ζωή, μαφίες, σκάνδαλα και τα συναφή. Αυτή με τη σειρά της να διαφεντεύει μοναχά το ίδιον συμφέρον. Από πίσω σταθερή αξία το χρήμα, το κέρδος. Πού και πού καμιά φιλοδοξία διογκωμένη στα όρια της επικινδυνότητας. Η δημοσιογραφία παραδίπλα να παραπαίει, οδηγημένη από τους ίδιους λόγους. Ζητήσαμε μόνο λεφτά όλα αυτά τα χρόνια, πώς να βρούμε κάτι άλλο τούτη την ώρα στα αποθεματικά μας ως κοινωνία; Πεθαίνουν οι μεγάλοι της Τέχνης κι έχουμε ξε-χάσει ακόμα και τους αρχέγονους όρους του πένθους, του στοιχειώδους σεβασμού. Στον ωμό βωμό της ανοησίας. Διαλυμένοι δεν θα κάνουμε τίποτα. Λοιδορώντας τους ποιητές, ξεγυμνώνουμε απλώς το θλιβερό μας αδιέξοδο. Αποφασίζει πού και πού κανένας έντιμος, έστω και ποιητής, να παραμείνει ως έχει και τον περιβάλλουμε με γραφικότητα για να τον τελειώσουμε. Πότε θα καθαρίσουμε μ' αυτό το φοβερό μας σύμπλεγμα; Διαιρεμένες μονάδες, σκόρπιες, άτακτες σε φυγή. Αυτή είναι η αφήγησή μας ως χώρας. Εκείνος ο τρωικός πόλεμος και η οδυσσεϊκή επιστροφή σε διαρκή επανάληψη. Το ομηρικό μας τραγούδι παιγμένο ξανά και ξανά. Γεμάτο εφιαλτικές προδοσίες προς τον ίδιο μας τον εαυτό. 
Έχει έρθει η ώρα να μας κυβερνήσουν άλλοι. Δηλαδή εμείς. Ποιοι θα είναι οι άλλοι; Πού θα βρεθούν; Θα είναι από τις ίδιες τελματωμένες κομματικές δεξαμενές; Πώς θα κατορθώσουν να βγουν νέοι άνθρωποι μπροστά; Η ζωή είναι αλλού. Στο μέλλον που έχει έρθει. Κι εμείς πιπιλάμε ακόμα μια σάπια πολυκαιρισμένη καραμέλα. Εξακολουθούμε να μην καταλαβαίνουμε ότι οφείλουμε να πάρουμε στα χέρια μας τη δημοκρατία, ως πολίτες. Να γίνουμε επαγγελματίες πολίτες έναντι επαγγελματιών πολιτικών. 

(Δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 27 Ιανουαρίου 2012)