«Φόλα σε όλα»

photo: scalidi
 
Ένας πατέρας με τους δυο του γιους. Φερμένοι κάπου από τα βάθη της Ασίας, απ’ αυτές τις όμορφες πολιτισμένες χώρες που βουλιάζουν από τη βία, το φανατισμό, την ανέχεια. Τώρα μαζεύει σίδερα στα Πατήσια. Διασχίζει την Αχαρνών μαζί με τα πιτσιρίκια του. Εκείνα τον βοηθάνε με ζέση. Λάμπει το βλέμμα τους μόλις ανακαλύπτουν το «θησαυρό» που θα τους δώσει τροφή, μπορεί και στέγη. Το ένα σέρνει μια παλιά χρωματιστή ηλεκτρική σκούπα, το άλλο κουβαλάει μια σιδερένια σωλήνα από τα σκουπίδια. Στην ηλικία τους άλλα παιδιά σέρνουν καροτσάκια με κούκλες.
Σκέφτομαι ότι απ’ αυτές τις γειτονιές, από τα υπόγεια του δυτικού κόσμου που έρχεται και στοιβάζεται η Ανατολή, από κει θα βγουν κάτι τύποι που θα είναι οι Αλμπέρ Καμύ του μέλλοντος. Διαβάζω το τελευταίο ατελές –και τόσο τέλειο μαζί- χειρόγραφο του νομπελίστα, «Ο πρώτος άνθρωπος» (Εκδόσεις Λιβάνη) και βλέπω τη ζωή ενός παιδιού βυθισμένου στη σιωπή και τη φτώχεια. Ακούω την ανάσα ενός μικρού που έγινε συγγραφέας μέσα από τον κόσμο των παραγκωνισμένων της Αλγερίας.
Θα μου πεις, μας νοιάζει άμα θα βγει ένας Καμύ από τα Πατήσια; Και να ζει τώρα στη γειτονιά, ποιος σκοτίστηκε; Η ζωή είναι αλλού, δεν είναι στα ημιυπόγεια. Δεν καταδέχεται να κατέβει εκεί. Πού είναι η ζωή; Πώς το λέει ο Καμύ, «η φτώχεια δεν διαλέγεται, αλλά μπορεί να διαφυλαχθεί».
Στην απέναντι άκρη του δρόμου, ένας έλληνας ίσως σαλός, μιας κάποιας ηλικίας, αξύριστος, ατημέλητος, φωνάζει «φόλα σε όλα». Το λέει στο κενό, κοιτάζοντας στην άλλη πλευρά, δεν τον βλέπει κανείς. Τον ακούω εγώ. Σέρνει το άστεγο σαρκίο του και συνεχίζει το δρόμο του, έχοντας εκτοξεύσει τα λόγια του στον αέρα των Πατησίων. Κάτι σαν χρησμός από μια σύγχρονη Κασσάνδρα που βλέπει το κακό να έρχεται, αλλά δεν την πιστεύει κανείς, πια. Ποιος καταπίνει τις φόλες κάθε φορά;
Πιο κάτω ένας μπαμπάς αλλοεθνής και τούτος, αλλά ενταγμένος στην κοινωνία πια, με δουλειά, με την άνεση να πηγαίνει βόλτα το πιτσιρίκι του με το πρώτο του ποδηλατάκι του με βοηθητικές ρόδες. Ευτυχισμένοι στη φλεβαριάτικη λιακάδα.
Γι’ αυτή τη «λιακάδα» της ευημερίας ξεκινάνε τόσες χιλιάδες άνθρωποι από Αφρική και Ασία. Παρατάνε τη φυσική λιακάδα του τόπου τους που καταπνίγεται από απολυταρχικά καθεστώτα και πρωτόγνωρη μισαλλοδοξία, για τη λαμπερή δημοκρατία της Δύσης, για τη δουλειά και το σπίτι και τις ανέσεις. Για να αναπνέουν ελευθερία, με ελευθερία. Πού; Στη Δύση που τους «έστυψε», που αναπτύσσεται στην πλάτη τους, απομυζώντας τις πρώτες ύλες, τον φυσικό τους πλούτο. Και συνεχίζει η Δύση να τους υπόσχεται ένα «ευρωπαϊκό όνειρο», για μια χούφτα ευρώ το σύγχρονο εμπόριο ανθρώπων και ψυχών ανθεί κι εκείνοι, απελπισμένοι, μην έχοντας καμία άλλη διέξοδο -ακόμη κι από έναν πνιγμό στα νερά της Μεσογείου- δαγκώνουν το δόλωμα του «ευρωπαϊκού ονείρου», με όποιο κόστος για κείνους, ακόμη και με τίμημα την ίδια τους τη ζωή.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 18 Φεβρουαρίου 2011)