"Ο βυθός είναι δίπλα" (updated)


Η ειρωνεία είναι ότι ο άνθρωπος βλέπει μόνο το βυθό του διπλανού του. Όταν έρθει η ώρα να δει το δικό του, είναι πια πολύ αργά για κείνον. Τον έχει ρουφήξει ήδη ο πάτος. Στροβιλίζεται στο σκοτεινό νερό. Πάει, είναι χαμένος. Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης έχει εφοδιαστεί με μπουκάλες οξυγόνου και λογοτεχνικό εξοπλισμό, διηγήματα εν προκειμένω, και βουτάει μαζί με το διπλανό του, να του δείξει το βάθος, το σκοτάδι μέσα του, το κενό στη ζωή του, τη μαύρη τρύπα, το πηγάδι που καιροφυλακτεί να τον δεχτεί στα ενδότερά του, την πληγή του, αυτό που τον τρώει. Με τρόπο συγκινητικό, τρυφερό και υπόγεια άγριο μαζί, δηλαδή “ενοχλητικά” ανθρώπινο. Που σε τραβάει διακριτικά αλλά επίμονα από το μανίκι να δεις. Σου λέει “έλα, έλα, δες”.

Να δεις στον παγωμένο κήπο της πραγματικότητας ότι υπάρχει κάτι σφύζον. Και δεν είναι μόνο ο σκληρόκαρδος γίγαντας. Είναι ο κόσμος που έχει στις γωνίες του, στις στροφές του, μικρά εικονοστάσια, δηλαδή ανθρώπους στην οριακή τους στιγμή. Στο βυθό τους. Την ώρα που βγάζουν μπουρμπουλήθρες. Στην πτώση τους. Τα εικονοστάσια προαναγγέλλουν το κακό στους ελληνικούς δρόμους, συχνά είναι τα ίδια μπαταρισμένα. Κάπως έτσι είναι και με τους ανθρώπους που φεύγουν από τα όρια της λεγόμενης “κοινής”- αποδεκτής λογικής (αλήθεια, πόσο λεπτή είναι η γραμμή;), άνθρωποι που έχουν στρίψει πια από τη γωνία κι έχουν βρεθεί σ' ένα απολύτως δικό τους σύμπαν. Ένα σύμπαν που συχνά δεν μπορούν να το επικοινωνήσουν με κανέναν. Δεν βρίσκουν πρόθυμους αποδέκτες ή δεν είναι οι ίδιοι σε θέση να το πράξουν. Κι όταν το κάνουν είναι τραυματικό είτε για αυτούς είτε για τους άλλους. Είναι σαν να κλείνονται σε μια διάφανη παγωμένη σφαίρα. Ολόδική τους, αποκομμένοι από τους άλλους.

Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης παίρνει την κατάσταση στα χέρια του και καλλιεργεί σ' αυτόν τον έρημο κήπο, άνθη, σπάνια, ιδιαίτερα, μοναδικά, ξεχωριστά και σπάει τον πάγο του κλεισμένου στο περιθώριό του, όποιου είδους περιθώριο και να είναι αυτό. Είτε της λύπης είτε της μοναξιάς είτε της απόρριψης είτε της υπερφίαλης ακόμη δύναμης. Με τις ιστορίες του τραβάει τον αναγνώστη σ' ένα ιδιότυπο ψυχολογικό βάθος, σε μια προοπτική να συναντήσει ο αναγνώστης τον εαυτόν του σε μια ολόδική του περιοχή, μέσα του, που ίσως την ξέρει μόνο αυτός. Άγνωστη περιοχή.

Ο συγγραφέας το κατορθώνει αυτό με την οπτική του, τη λοξή του ματιά, με το να ρίχνει φως στην προσωπική αλήθεια μέσα από ένα πρίσμα που ξαφνιάζει, με το να στρέφει τον καθρέφτη απρόσμενα πάνω σε μια γωνιά που μοιάζει αθέατη στους πολλούς. Κάπως έτσι γεννιέται και ο συγγραφέας. Λέει ο Γιώργος Χειμωνάς στο “Η βιογραφία της όρασής μου”: “...Η ιδιότητά μου του συγγραφέα ζυμώθηκε μ' αυτή την ιδιότητα, έγινε ένα με μια διαρκή, καθημερινή, αυθόρμητη προσοχή, να προσέχω συνέχεια τους ανθρώπους. Από παιδί έβλεπα, έβλεπα συνέχεια τους ανθρώπους. Την έσχατη λεπτομέρεια των σωμάτων, το πρόσωπό τους, το δέρμα τους, τα σκισίματά του, τη στάση τους, την ακινησία τους, την φυσιογνωμία τους, άκουγα την ηχώ των λόγων τους...”.

Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης, λοιπόν, βλέπει. Βλέπει κι ακούει τους ανθρώπους. Τις λεπτομέρειές τους και φτιάχνει και τις ιστορίες του έτσι. Ακολουθώντας μια σπειροειδή, όπως θα την έλεγα εγώ, γραφή. Ξεκινάει από την παρατηρητικότητά του. Βάζει στη σειρά εικόνες και στιγμιότυπα με τέτοιον τρόπο που σιγά σιγά σ' αιχμαλωτίζουν σε μια αφηγηματική δίνη. Εσύ ανυποψίαστος αναγνώστης. Σφίγγουν γύρω σου και σε κλείνουν στο κέντρο αυτής της σπείρας. Στο βυθό, το δικό σου. Αυτό που κρύβεις εσύ μέσα σου. Αυτό που μπορείς εσύ να διαβάσεις για τον εαυτό σου, όταν καθρεφτίζεσαι στο νεράκι από το πηγάδι του άλλου, του διπλανού. Κι αυτό μπορεί να είναι μια εκκωφαντική υπαρξιακή μοναξιά, μπορεί απλώς και μια εκκεντρικότητα το “να είσαι στ' αλήθεια καθιστός και στη σκιά σου όρθιος”, όπως γράφει και ο ίδιος.

Έχει τη δική του φωνή ο Νίκος, όχι εύκολο πράγμα, διαθέτει μια ευφυία στη γραφή του πολύ ιδιαίτερη, με κλιμάκωση, με μια έντονη συνοχή προσηλωμένη στην τελική αίσθηση του κειμένου, στο σκοπό του. Και ποιος είναι αυτός ο σκοπός;

Δεν έχω βρει καλύτερα και πιο κατάλληλα λόγια μέχρι τώρα απ' αυτά του Χειμωνά: “... Πιστεύω πως ο σκοπός της Τέχνης είναι ένα πράγμα πάρα πολύ συγκεκριμένο. Η Τέχνη είναι για να παίρνει στα χέρια της το ανεκπλήρωτο όραμα του ανθρώπου, μια φυσική ίσως αθλιότητα, δεν είναι απλά κοινωνική ή περιπτωσιακή. Είναι και αυτά, αλλά μαζί είναι και κάτι άλλο πιο οριστικά αδικημένο. Η Τέχνη είναι για να παίρνει στα χέρια της αυτή την αθεράπευτη στέρηση του ανθρώπου, να τη δουλεύει και να την επιστρέφει πάλι στους ανθρώπους. Αλλά αυτή τη φορά να την παραδίδει μέσα σε μια λαμπερή φαντασμαγορία, τεντωμένη από ένα δίκαιο όσο και συγκινητικό μεγαλείο, μέσα σε μια απέραντη ευφορία...
Όλα αυτά η Τέχνη δεν τα κάνει φιλάνθρωπα, παρηγορητικά. Γιατί χρωστάει αυτή τη δικαίωση του ανθρώπου. Γιατί κάποιος πρέπει να του την χρωστάει αυτή τη δικαίωση. Γιατί αυτό το μέγα, αυτή η φαντασμαγορία, αυτό το μέγα του Ελύτη, του Αισχύλου, του Ηράκλειτου, αυτό το μέγα υπάρχει πραγματικά στη ζωή των ανθρώπων και η Τέχνη είναι ακριβώς για να το βγάζει στο φως, να το αποκαλύπτει, να το καθαρίζει, να το παρουσιάζει, αργά, επιδεικτικά, στους ανθρώπους, εκθαμβωτικό, πελώριο, εκκωφαντικό...”.

(Το κείμενο διαβάστηκε τη Δευτέρα 22 Νοεμβρίου στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης)