Η πολιτική ορθότητα του αρτιμελούς

Ένα βιβλίο αρτιμελές. Με σπουδαία ιδέα και σημαντικό υλικό προς μυθιστορηματική αξιοποίηση. Με ωραία, ζωντανή γλώσσα. Άρτια πλοκή και δομή. Στέρεους χαρακτήρες. Αρτιμελές, λοιπόν. Πρόκειται για το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου, "Απόψε δεν έχουμε φίλους" που κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο σε μια  ιδιαίτερα καλαίσθητη έκδοση.
Καλύπτει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες χρονικές στιγμές και πτυχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Έχει όλα τα φόντα της ατμόσφαιρας και σχεδόν τα αποποιείται. Έχει όλα τα υλικά των παθών -κυρίως των πολιτικών παθών που σφυρηλάτησαν γενιές ανθρώπων και "έλιωσαν" ή τέλος πάντων οδήγησαν τις ζωές τους- και  σαν να αποστασιοποιείται κι απ' αυτά. Θέλει να μιλήσει για την επίσημη Ιστορία μέσα από τις "μικρές" ατομικές ιστορίες των ηρώων της η μυθοπλασία, αλλά σαν να φοβάται να αγγίξει τις πληγές πιο βαθιά. Ιστορία σημαίνει νυστέρι και αίμα. Η ιστοριογραφία από την άλλη θέλει "cold blood", ψυχραιμία και απόσταση. Όπως αναφέρεται και στο βιβλίο, "...η Ιστορία είναι υπόθεση προσωπική. Πρώτα κοιτάς πού χύθηκε το αίμα σου και ύστερα διαλέγεις πλευρά...".
Δεν "αχνίζει" το αίμα ανάμεσα στις σελίδες και αυτές είναι ήδη ...αιματοβαμμένες. Και δεν μιλάω φυσικά για φτηνή καταφυγή στο αίμα. Αλλά αισθάνομαι ότι η "αρτιμέλεια" έχει στερήσει από το κείμενο χυμούς. Το αποδίδω στην πολιτική ορθότητα ή ίσως σε μια πιο ακαδημαϊκή θεώρηση των πραγμάτων. Στην ανησυχία να μην ξεπεραστούν τα όρια και το μέτρο, ίσως και να μην ενοχλήσει το βιβλίο. Η λογοτεχνία είναι η δουλειά της να ενοχλεί ή τουλάχιστον μπορεί να ενοχλεί και να της επιρρίπτουν την κατηγορία "λογοτεχνία". Να υποθάλπει τη λοξή ματιά, ίσως και την ανάπηρη.
Στην περίπτωση του "Απόψε δεν έχουμε φίλους", ενός πετυχημένου και έντονου τίτλου, αφού η ίδια του η δήλωση και μόνον ήδη κρύβει υπονοούμενα σημαίνοντα για την ελληνική πραγματικότητα, φοβάμαι ότι η αρτιμέλεια της μορφής αφαίρεσε από το περιεχόμενο μιαν ανάπτυξη πιο ενδιαφέρουσα, πιο λογοτεχνική, μιαν αφήγηση λίγο πιο βαθιά στους συμβολισμούς της. Γιατί οι συμβολισμοί υπήρχαν και οι υπόνοιες και τα υπονοούμενα, αλλά έμειναν μετέωρα. Σαν να φροντίστηκε τόσο το κείμενο για να μην φανεί ψυχική ...εμπλοκή. Κάτι που δεν φοβούνται, ας πούμε για παράδειγμα, ο Μωρίς Αττιά ή ο Γιάσμινα Χάντρα, στα νουάρ πολιτικά τους μυθιστορήματα, για να γίνω πιο κατανοητή, και συνεπαίρνουν τον αναγνώστη τους, ακόμη κι αν δεν έχει  αυτός την παραμικρή υποψία για τα πολιτικά ζητήματα στα οποία θα τον εμπλέξουν τελικά.