Με απλωμένο δάχτυλο

Κάποιος με χτυπάει με δύναμη στον ώμο. Με το δάχτυλό του. Βράδυ. Μέσα στο μετρό. Από νότια προάστια προς κέντρο. Γυρίζω ή μάλλον έρχεται εκείνος μπροστά μου. Μου δείχνει την παλάμη του και το νόμισμα των δύο ευρώ στη μέση της σαν τρύπα από καρφί. Είναι πιεστικός. Έχει κάτι βίαιο, άγριο. Επιμένει. Με ενοχλεί και πάλι, εισβάλλοντας στον προσωπικό μου χώρο.
Tου κάνω σαφές με το βλέμμα μου -νομίζω ότι αυτό είναι αρκετό- ότι δεν θα ενδώσω. Δεν θα ενδώσω στη βία της επαιτείας του. Στο απλωμένο του δάχτυλο. Δεν θα ενδώσω.
Ενοχλεί έναν έναν όλους τους ανθρώπους μέσα στο βαγόνι. Κι αρχίζει να βγάζει κραυγές. Βράδυ. Κάνει ότι τον πιάνει κρίση. Θέλει να τρομάξει τον κόσμο. Με κάθε τρόπο. Για να βγάλει το νυχτοκάματο. Με τα ξεθωριασμένα του μάτια σου λέει ότι θα πάρει αυτό που θέλει. Τέρμα. Ο πιτσιρικάς που σέρνει μαζί του, ενθουσιάζεται με κάθε νόμισμα και σχολιάζει την μπάζα που κάνανε. Γελάει μαζί του. Σχεδόν με αφέλεια. Γελάει με τις απόκοσμες κραυγές του που θέλουν να ενεργοποιήσουν μέσα σου τα κέντρα του φόβου.
Και μετεπιβίβαση. Στον ΗΣΑΠ. Το ίδιο τροπάρι. Στο ίδιο βαγόνι με το δίδυμο. Χτυπάει την εφημερίδα της κοπέλας, τη δική μου πλάτη, ενοχλεί το νεαρό με την αγέρωχη κορμοστασιά και τα ζεστά μάτια. Ο τελευταίος του γνέφει. Όχι. Κατηγορηματικά.
Απλωμένο δάχτυλο. Μόλις βγαίνουν στην αποβάθρα, γελάνε, κοροϊδεύουν αυτούς που τρόμαξαν. Και χθες ο νεαρός με τα ξανθά μαλλιά και τα μακριά μούσια που πουλάει χαρτομάντηλα και λέει την ιστορία του. Ότι έχει αρχές και αξίες και ζει στο δρόμο. Τον ακούω από τ' αριστερό μου αυτί. Κάποια στιγμή αισθάνομαι ένα απλωμένο δάχτυλο στην πλάτη μου. "Θέλω να περάσω". Με απλωμένο δάχτυλο.