Ώρες μουσικής

Ο σκύλος μακάρια απλωμένος στη μουσική. Της πόλης. Του ανθρώπου που θέλησε να χαϊδέψει τ' αυτιά μας, χθες βράδυ, στο Μοναστηράκι, στην πλατεία. Κι άφησε κι ένα χάδι να αιωρείται, παλμός καρδιά στον ορίζοντα.
*
Πιο πριν, στην Ακαδημίας ένα αγόρι με σκούφο και απλωμένο το χέρι, έκλαιγε, σπάραζε. Ο θρήνος της πόλης. Το ρέκβιεμ των νέων της που τους κατασπαράζει. Πέρασες λες κι ήσουν θεατής σε ταινία. Δεν ήσουν. Για σένα έκλαιγε. Και τώρα τον μοιρολογάς με λίγες λέξεις. Ντροπή σου.
*
Πιο βαθιά, μέσα στα σπίτια, μια εκκωφαντική σιωπή, η βουβαμάρα της βίας, με μια γενιά από τα 20 μέχρι τα 30 της εγκλωβισμένη σε σπουδές, μεταπτυχιακά, δουλειές που δεν βρίσκονται ή που όταν βρίσκονται δεν φτάνουν τα λεφτά για να ζήσει μόνη της, λέει, φοβισμένη ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνη της, εγκλωβισμένη στο δόκανο της οικογένειας.
Και η άλλη γενιά, αυτή των 50 με 60 που πνίγει τα παιδιά της, στις προσδοκίες της, στα ματαιωμένα της όνειρα, τέλος πάντων στην κρόνεια συμπεριφορά της. Σε στραγγαλίζω για να μην ανθίσεις και δω ότι εγώ μαράθηκα. Μια γενιά που δεν δέχεται να καταπιεί τα συμπλέγματά της για χάρη της αγάπης της προς τα παιδιά της. Τι κρίμα. Μια τόση δα θυσία, τόσες υποστηρίζει ότι κάνει. Και ο κύκλος της μιζέριας να απλώνεται. Η αγάπη δεν θέλει θυσίες. Είναι ώρα μουσικής, άμα θες την  ακούς, τη δέχεσαι, την απολαμβάνεις, άμα θες τη φτιάχνεις ο ίδιος. Αλλιώς κλείνεσαι στην ώρα κοινής ησυχίας και βυθίζεσαι στο τέλμα σου. Σουτ.
*
Κι εγώ που σε πιστεύω, που σε εμπιστεύομαι, που σου λέω μη φοβάσαι -όλοι φοβόμαστε, αλλά δεν φτάνει να μας σταματήσει ο φόβος, είναι λίγος, κατάλαβέ το, εμείς είμαστε πιο πολύ, πιο πολλοί- με σταματάς στο δρόμο. Νομίζω η ανόητη ότι θα με ρωτήσεις από πού να πας, πώς να πας ότι θα σου προτείνω, γιατί σταματάω να σου μιλήσω την ίδια γλώσσα τη δική σου, μήπως και χάθηκες φοβάμαι, αλλά εσύ σηκώνεις τα χέρια ψηλά, χάριν αστεϊσμού μού λες ότι δεν είσαι δολοφόνος από το Τέξας -η άγρια Δύση σου σε κατατρέχει, δεν φταίω εγώ που τα πιστεύεις- παίρνεις το ύφος του αθώου που δεν είσαι κι επειδή νόμισες ότι τον βρήκες τον τρελό που δεν σε φοβήθηκε, βγάζεις να του πουλήσεις ένα κενό, άγραφο δισκάκι. Tabula rasa. Σου γνέφω αποδοκιμαστικά. Όταν ρωτάς από πού είμαι, σου δείχνω ότι δεν έχει σημασία, αλλά πού πάω είναι το θέμα. Εσύ δεν πας πουθενά. Είσαι στο δρόμο για να κόβεις τη φόρα, εμποδίζοντας, κλέβοντας μια στιγμή δικής μου μουσικής για να υποκριθείς ότι έχεις καλύτερη να μου πουλήσεις. Τίποτα δεν έχεις. Άδεια χέρια. Παραδέξου του. Είναι πιο τίμιο και σταμάτα να στέκεσαι στη μέση του δρόμου, μ' αυτά τα κενά μπλε μάτια του ωκεανού που δεν παίζουν καμία μουσική και δεν ακούνε. Άκου λίγο.