«Υπάρχω σημαίνει πίνω χωρίς να διψάω»

«…Η αφθονία των πραγμάτων έκρυβε τη σπανιότητα των ιδεών και τη φθορά της πίστης… Η εποχή των παιδιών έπαιρνε τη θέση της εποχής των νεκρών… Το επιχειρείν ήταν ο φυσικός νόμος, ο νεωτερισμός, η ευφυΐα, αυτό θα έσωζε τον κόσμο… Ζούσαμε μέσα σε αποκαθαρμένους λόγους… Η πολιτική ελαφρότητα της ζωής εξαφανιζόταν… Τώρα ξέραμε πως όλα όσα είχαμε δεν αρκούσαν για να μας κάνουν ευτυχισμένους… Ο νεωτερισμός δεν προκαλούσε πια πολεμικές ούτε ενθουσιασμό, ούτε και στοίχειωνε το φαντασιακό. Ήταν το φυσιολογικό πλαίσιο της ζωής… Με την ψηφιακή εικόνα εξαντλούσαμε την πραγματικότητα… Από πού να ‘ρθει η εξέγερση;»
Μια ακτινογραφία του κόσμου ανάμεσα στο 1940 και το αμείλικτα ρευστό παρόν παραδίδει η Αννί Ερνώ (Annie Ernaux) στο τελευταίο μυθιστόρημά της, με τίτλο «Τα χρόνια» που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Πάπυρος σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη. Η κοινωνία και ο άνθρωπος και οι κατακτήσεις του και οι ταυτόχρονες απώλειές του, ειδωμένα μέσα από το προσωπικό πρίσμα της ίδιας της ζωής της συγγραφέως.
Η εφηβεία της, η ενηλικίωσή της, ο γάμος της, τα παιδιά της, το διαζύγιό της, οι ερωτικές της σχέσεις, η σύνταξη, η εμμηνόπαυση, ο καρκίνος στο στήθος, οι θάνατοι των γονιών, του άντρα, των φίλων, των διανοουμένων, των φιλοσόφων, των τραγουδιστών, των συγγραφέων. Και ταυτόχρονα να ξεδιπλώνεται στην ιδιόρρυθμη αφήγηση της Ερνώ, η μεταπολεμική Γαλλία, οι πόλεμοι στην Αλγερία και την Ινδοκίνα, ο Μάης του ’68, η διάλυση της ΕΣΣΔ, η Καταιγίδα της Ερήμου, η φετφά εναντίον του Σάλμαν Ρούσντι, η 11η Σεπτεμβρίου· και από το παραπέτασμα της εξωτερικής πραγματικότητας και της απολύτως ατομικής υπόθεσης αντίληψης του κόσμου, να ξεπροβάλλουν οι φιγούρες του Ντε Γκωλ, του Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, του Φρανσουά Μιτεράν, του Λεπέν, του Σιράκ, του Σαρκοζί. Από τη δολοφονία του Άλντο Μόρο μέχρι το ξέσπασμα των ταραχών στα προάστια της Γαλλίας. «…Ο Μάης έγινε μέτρο κατάταξης των ανθρώπων· όταν συναντούσαμε κάποιον αναρωτιόμασταν από ποια πλευρά βρισκόταν στη διάρκεια των γεγονότων…».
Η Ερνώ με μια οπτική που ακροβατεί ανάμεσα στο γυναικείο συναισθηματισμό –με την έννοια απλώς της έκφρασης της προσωπικής αλήθειας, χωρίς τη λογοκρισία του φόβου- και έναν ρεαλισμό, πολύ κοντά στον κυνισμό ομολογουμένως, δεν περιγράφει απλώς τον κόσμο, αλλά επιχειρεί κιόλας να τον ερμηνεύσεις, χρησιμοποιώντας ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο: την αμφιβολία. Η συγγραφέας αποδύεται σε έναν αγώνα να παρακολουθήσει τον εαυτόν της και τη γενιά της και τις ιστορικές εξελίξεις. Μιλάει για το «εγώ» της, αναφερόμενη σε «εκείνη». Παίρνει την απόσταση, αυτή που επιβάλλει η μυθιστορηματική γραφή, για να αντέξει να «περισώσει κάτι από το χρόνο, όταν εκείνη πια δεν θα υπάρχει».
Η ζωή της Αννί κατακερματισμένη σε στιγμές, όπως και η σύγχρονη Ιστορία. Απομονωμένοι σταθμοί που ενώνονται από το νήμα της και συνιστούν την ολοκληρωμένη εικόνα μιας πορείας που δεν μπορεί κανείς άλλος να συνδέσει στη δική της ξεχωριστή αλληλουχία. «…Η εποχή έλεγαν οι άνθρωποι, δεν είναι ίδια για όλους…». Η συναισθηματική της μνήμη, η μοναδική αίσθηση του χρόνου –στη νεότητα ιλιγγιώδεις ρυθμοί και μετά η επικράτηση μιας ανατριχιαστικής επιβράδυνσης μέχρι σε σημείο ακινητοποίησης-, οι ταινίες που είδε, τα βιβλία που διάβασε, η μουσική και τα τραγούδια που άκουσε. «…Ήταν η εποχή του Κάφκα, του Ντοστογιέφσκι, της Βιρτζίνια Γουλφ, του Λόρενς Ντάρελ. Ανακαλύπταμε το «Νέο Μυθιστόρημα»… θέλαμε να το αγαπήσουμε αλλά δεν βρίσκαμε σε αυτό αρκετή από τη συμπαράσταση που ζητούσαμε…». Η κουλτούρα της Ερνώ αποτελεί το φίλτρο εκείνο που της επιτρέπει να διυλίσει τον κόσμο από τη σκοπιά που επιλέγει: του ανθρώπου που δεν φοράει παρωπίδες και δεν φοβάται να παραδεχτεί την κινούμενη άμμο της πραγματικότητας, κοινωνικής και προσωπικής.
Ο αυτοβιογραφικός δρόμος που έχει διαλέξει από νωρίς η Ερνώ στα βιβλία της, της δίνει εκτός από το προσόν της αμεσότητας και ένα άλλο σοβαρό πλεονέκτημα –ίσως το σημαντικότερο- αυτό της ειλικρίνειας. Μιας ειλικρίνειας που δεν φοβάται να τεμαχίσει τον κόσμο και να τον ανασκάψει, προκειμένου να επιχειρήσει η συγγραφέας να «αποτυπώσει στην οθόνη της ατομικής μνήμης την αντανάκλαση της συλλογικής ιστορίας». Και το πετυχαίνει. Με ένταση.
Ξεκινάει από τα παιδικά της χρόνια –έχει γεννηθεί το 1940 η Ερνώ- που ορίζονταν τότε η θέση της στον κόσμο από τη μνήμη των άλλων, από το πλαίσιο του καθολικισμού ως ρυθμιστή του χρόνου και περνάει στις τελετές ενηλικίωσης, καταγράφοντας παράλληλα τον τρόπο που οι άνθρωποι άρχισαν να αποθεώνουν τα υλικά αγαθά στη ζωή τους. «…Οι άνθρωποι καλυτέρευαν τη ζωή τους χάρη στα υλικά αγαθά. Ανάλογα με τις δυνατότητές τους, αντικαθιστούσαν την κουζίνα με κάρβουνα με μια άλλη γκαζιού, το καλυμμένο με μουσαμά ξύλινο τραπέζι με ένα αντίστοιχο φορμάικα, το Σιτροέν 4CV με ένα Ρενό Ντοφίν, το μηχανικό ξυράφι και το μαντεμένιο σίδερο με τα αντίστοιχά τους ηλεκτρικά, τα μεταλλικά σκεύη με πλαστικά. Το πιο ζηλευτό και ακριβό αντικείμενο ήταν το αυτοκίνητο, συνώνυμο της ελευθερίας, του απόλυτου ελέγχου των αποστάσεων και, κατά κάποιον τρόπο, του κόσμου…». Τότε που η διαφήμιση και η βιομηχανία κράτησαν τα σκήπτρα της καθημερινότητας και τα παρέδωσαν με επιτυχία στην τηλεόραση και την ψηφιακή εποχή. «…Ο νέος τρόπος να υπάρχουμε στον κόσμο ήταν το «βολικό», να τα ‘χεις καλά με τον εαυτό σου, ένα κράμα αυτοπεποίθησης και αδιαφορίας προς τους άλλους…».
Η τρομοκρατία, το AIDS, η αντισύλληψη, η ανορεξία και η βουλιμία, η σεξουαλική απελευθέρωση, ο φεμινισμός. Ο Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Πιερ Μπουρντιέ. Όλοι και όλα τίθενται στο στόχαστρο της Αννί Ερνώ. «…ζούσαμε στην «εξελιγμένη φιλελεύθερη κοινωνία». Τίποτα δεν ήταν πολιτικό ή κοινωνικό, ήταν απλά μοντέρνο ή μη. Όλα ήταν θέμα μοντερνισμού…». Εκείνο που καταφέρνει η συγγραφέας είναι να κάνει τον αναγνώστη να αναλογιστεί τη δική του θέση μέσα σ’ αυτό το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι που ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια του. Τον βάζει να σκεφτεί για το ποια είναι η δική του ερμηνεία του κόσμου. Τον θέτει αντιμέτωπο με τον εαυτό του, υπενθυμίζοντάς του ότι έχει παραδοθεί άνευ όρων στον παρόν.