«Η ζωή μάς προδίδει και μας εγκαταλείπει»


(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 7/11/2009)

«…Η αφήγηση, παρά την αφέλειά της, γνωρίζει ότι δεν γράφει Ιστορία. Αποτυπώνει ένα ανθρώπινο δράμα στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Ένα στημένο ιστορικό σκηνικό, μια σύμβαση για να ειπωθούν πράγματα πολύ κοντινά σε μας, γύρω μας…»






Το κύκνειο άσμα ενός πολύ σημαντικού έλληνα πεζογράφου. Με τη σφραγίδα της βεβαιότητας του θανάτου. Όχι κάποιου άλλου. Ή γενικώς. Αλλά του δικού του. Θανάτου. Και την ανάγκη να προκληθεί η μνήμη, ακόμη και ελαφρώς να την ειρωνευτεί για τα καπρίτσια της. Ο συγγραφέας. Ο Τάσος Χατζητάτσης στη συλλογή διηγημάτων –γραμμένα ανάμεσα στο 2007 και το 2008- που κυκλοφόρησε μόλις σε μια πολύ φροντισμένη και κομψή έκδοση από τις εκδόσεις Πόλις με το συγκινητικό τίτλο «Ακροτελεύτιοι εσπερινοί», αφήνει το στίγμα ενός λογοτεχνικού αποχαιρετισμού ίσως από μια ολόκληρη γενιά, ιστορικά (τη δική του) και στα σίγουρα από μια πραγματικότητα ειδωμένη με το δικό του οξυδερκές, κοφτερό και τόσο βαθιά ανθρώπινο βλέμμα. 
Αυτό το κείμενο που γράφεται τώρα, δεν είναι αποχαιρετισμός στη γραφή του. Ούτε μνημόσυνο λογοτεχνικό. Ούτε εσπερινός που κλαψουρίζει για την κάθε είδους απώλεια. Αυτό το κείμενο θέλει να στέκεται στο ίδιο ύψος τη γραφής του Χατζητάτση που πιστεύω ότι αφήνει χνάρια δυνατά και στέρεα. Μιας γραφής άξιας που μπορεί να έβαλε νωρίς τελεία πέρυσι τέτοια εποχή, αλλά άφησε ανοιχτό το περιθώριο της λογοτεχνικής μνήμης και ιστορίας να απλώσουν την ισχύ τους. «…Ο θάνατος είναι πάντα στη σκιά μας, μας ακολουθεί, μας αγαπά. Ποτέ δεν μας προδίδει…». Ο Χατζητάτσης με την ιδιαίτερη, ξεχωριστή γραφή του αιχμαλώτισε τη μνήμη μιας ολόκληρης εποχής: την Αριστερά, τη ματαίωση των ελπίδων και των προσδοκιών της, τους άνδρες και τις γυναίκες σε μια εποχή που άρχισαν να επαναδιαπραγματεύονται μεταξύ τούς ρόλου τους και να ανακαλύπτουν τον εαυτόν τους από την αρχή, την Ελλάδα που βγήκε από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το ζοφερό Εμφύλιο και τη Χούντα, τη μετανάστευση, τα πάθη που δεν ησυχάζουν ό,τι εποχή και να ‘ναι, ό,τι ιστορική συγκυρία και να συντρέχει, την ανθρώπινη φύση που είναι τόσο ευάλωτη και εκτεθειμένη στον καιρό και στον εαυτόν της. «…Οι γυναίκες που κάθονται στη θέση του συνοδηγού. Οι άνδρες, στο τιμόνι, αγέρωχοι. Με ύφος κυνηγού. Στο πορτμπαγκάζ, η θήκη του δίκαννου άδεια, και μια αρμαθιά όνειρα περασμένα στο σύρμα, σκοτωμένα πουλιά. Οι γυναίκες που κάθονται στη θέση του συνοδηγού. Απόμακρες. Κρύβουν το μουσκεμένο μαντίλι στο βάθος της τσάντας σαν απλήρωτο λογαριασμό…». 

Ο συγγραφέας διατρέχει με τις λιγότερες δυνατές λέξεις, τις πιο εύστοχες και ποιητικές λέξεις, το τελευταίο μισό του 20ου αιώνα. «…Όσο παραμερίζω τα φύλλα και τα κλαδιά της αφήγησης, βλέπω πόσο γρήγορα ξεχνάμε, μέσα στην καθημερινότητα που τρέχει, τις ζοφερές σημασίες λέξεων και καταστάσεων. Κάθε πρωί, ένα μεγάλο κομμάτι λήθης εγκαθίσταται στο μυαλό μας, και τα νεόπλαστα κύτταρα, με μια τρελή ορμή, επικαλύπτουν τις παλιές μνήμες. Τι σημαίνουν, σήμερα, οι λέξεις «δωσίλογοι», «συνταγματάρχες»…». Μεστός λόγος, με χυμούς, με γλώσσα που αποκρυσταλλώνει την ομορφιά, την ανθρωπινότητα. Οι εικόνες ψυχικών τοπίων αδιαπέραστων από οτιδήποτε άλλο παρά μονάχα από τη λογοτεχνία, από την αιχμηρή ματιά του δημιουργού, την ευθύτητά του, την κατά μέτωπο «επίθεσή» του -με τις λέξεις- στο θάνατο, τη λήθη, την ίδια τελικά τη ματαιότητα της ζωής, της ύπαρξης, της δημιουργίας. «…Χάνονται οι νεκροί. Σβήνουν. Απόντες, ξεχνιούνται. Η δικιά μας λήθη είναι η κόλαση. Μόνο σκιές μένουν στις αφηγήσεις μας…». 
Δεν διστάζει να «επιτεθεί» και στην ίδια την αφήγηση. Στην πεπερασμένη της δυνατότητα. Αφήνει ως απόσταγμα τη γεύση στα χείλη ότι το τέλος δεν έχεις άλλο δρόμο παρά να το δεχτείς με αξιοπρέπεια, με γενναιότητα, με την ίδια την επίγνωσή του. «…Ξεχνάμε…για να ζήσουμε…». Ο Χατζητάτσης είχε να πει, είχε ουσία στη σκέψη του και τη θεώρηση τη δική του για τον κόσμο και την κατέθεσε. Με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με αισθητική, με πραγματική αγάπη για την Τέχνη και για τους λόγους της Τέχνης, τις αιτίες της και πάνω απ’ όλα με μια αιματηρή ειλικρίνεια. Με την προσωπική του αλήθεια να γυρίζει το μαχαίρι στην πληγή, χωρίς φόβο, αλλά με κατανόηση για τον πόνο, για τη θλίψη, για τη μελαγχολία. Ο κόσμος του –αυτός ο κόσμος που είδε εκείνος, που έζησε ο ίδιος και αποτύπωσε στο χαρτί του αναπλασμένο- δεν είναι κανένας νοσταλγικός απαστράπτον, λουστραρισμένος με χρυσόσκονη της λήθης. Είναι ένας δύσκολος κόσμος, αληθινός, πραγματικός, με αίμα που χύνεται και οστά που σπάνε. Με αισθήματα που φθείρονται και δεν φτιασιδώνονται. «…Κίτρινες φρέζες τα λουλούδια της αγάπης…». Με το χρόνο να ανοίγει χαρακιές κι αυλάκια και χάη ανάμεσα στους ανθρώπους. «…Ήταν εποχές που οι άνδρες έπρεπε να παίξουν συγχρόνως τους εραστές, τους συντρόφους, τους πατεράδες, για ν’ αποκτήσουν πάλι την αυτοπεποίθησή τους που σάπιζε στα υπόγεια της προσωπικής τους ζωής…». Με σκέψεις-νυστέρια που ανατέμνουν τις συνθήκες και τους ανθρώπους που τις συγκροτούν. 
Γι’ αυτό γοητεύει η γραφή του Χατζητάτση, γιατί δεν υποκρίνεται πως είναι κάτι άλλο. «…Οι απολαύσεις χάνουν την ηδονή τους όταν φανερώνονται στα μάτια των άλλων…». Είναι αυθεντική, σπουδαία. Αποτυπώνει όλη την ενδότερη απελπισία του ανθρώπου, το σπαραγμό του, με θάρρος και πάθος και οξύτητα, υπηρετώντας το προσωπικό του μέτρο. Αυτό που δίνει το ρυθμό σε όλο του το έργο. Και ξεχωρίζει το δικό του ύφος από των άλλων. «…Πόσο εύκολα χάνεις κάτι που τόσο το θέλεις! Ίσως τόσο εύκολα όσο πιο πολύ το θέλεις, σαν το νερό που κυλά ανάμεσα στις παλάμες και δεν θα το πιεις…». Τα τελευταία του διηγήματα που περιλαμβάνονται στην έκδοση «Ακροτελεύτιοι εσπερινοί», ακριβώς επιβεβαιώνουν αυτή την εμμονή του στο απολύτως αναγκαίο της γλώσσας, χωρίς περιττές παρεκβάσεις, με επιμονή στο ουσιώδες και το σημαντικό, στο γεμάτο με μνήμες και μνήμη λόγο. «…τα χείλη αντέχουν περισσότερο στη λήθη. Δεν ξεχνούν, δεν ξεχνιούνται…».