Μαρτυρία-κραυγή από τη φρίκη της Αφρικής

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο, 3/1/2009)


«…Πού είναι οι άνθρωποι; Ξέρω ότι κάποιος με ακούει. Δεν είναι δυνατόν να μη με ακούει κανείς. Αλλά σκέφτονται ότι δεν είναι δική τους δουλειά. Ανοίξτε την πόρτα και βοηθήστε με να σταθώ και πάλι στα πόδια μου! Μόλις ελευθερώσω τα χέρια μου, θα μπορώ να σταθώ πάλι όρθιος. Και μετά θα βγάλω το φίμωτρο από το στόμα μου και θα σας πω τι συνέβη…»



Ένα σπαρακτικό μυθιστόρημα. Μεστό και δυνατό. Μυθιστόρημα που βασίζεται στις διηγήσεις ενός πραγματικού προσώπου. Του Βαλεντίνο Ατσάκ Ντενγκ, ενός από τα περιβόητα «Χαμένα Παιδιά του Σουδάν». Και συνταράσσει. Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο ήρωας και χιλιάδες ακόμη παιδιά σαν κι αυτόν –και τόσα πολλά που δεν κατάφεραν να επιζήσουν- βρέθηκαν ανυπεράσπιστα στο μένος του εμφύλιου σπαραγμού στο Σουδάν. «…Τελικά όμως όλοι χάνονται, ανεξαρτήτως του ποιος τους αγαπάει…».
Τα χωριά τους καταστράφηκαν. Οι δικοί τους σκοτώθηκαν και έμειναν μόνα με ύπουλο εχθρό τους την πείνα και τη δίψα, τα άγρια θηρία της ζούγκλας, αλλά και τους ίδιους τους ανθρώπους: την πολιτοφυλακή και τους κυβερνητικούς στρατιώτες. Παιδάκια που απώλεσαν την ανήλικη αφέλεια και αθωότητά τους εν ριπή του πρώτου πυροβόλου όπλου που γάζωσε τους δικούς τους μπροστά στα μάτια τους. «…Η παιδική ηλικία τελειώνει οριστικά, όταν βλέπεις το πρόσωπο της μητέρας σου να παγώνει, τα μάτια της να νεκρώνουν. Όταν τη βλέπεις ηττημένη μπροστά στην απειλή που πλησιάζει. Όταν δεν πιστεύει ότι μπορεί να σε σώσει…». Θα περιπλανηθούν για καιρό στην ερημωμένη πατρίδα, μέχρι να κατορθώσουν να περάσουν στην Αιθιοπία και ύστερα την Κένυα. «…Θα υπάρχουν πάντοτε κάστες μέσα στις κάστες, ακόμα και μέσα στις ομάδες των περιπλανώμενων παιδιών υπήρχαν ιεραρχίες…». Περίπου 4.000 από τους επιζήσαντες θα περάσουν μια ακόμη δοκιμασία: τον ξεριζωμό τους από την αφιλόξενη πια πατρίδα και τη μετεγκατάστασή τους σε μια άλλη σκληρή πραγματικότητα με άλλους όρους και άλλα «θηρία», τη ζωή στις Ηνωμένες Πολιτείες των πιστωτικών καρτών, των αυτοκινήτων και των καταναλωτικών αγαθών. «…Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι όλοι προσαρμοζόμαστε στις πιο παράδοξες καταστάσεις…».

Δύο πολιτισμοί συνεχίζουν την εμφύλια σύγκρουση μέσα στην ψυχή πια αυτών των ανθρώπων, των «τυχερών» που σώθηκαν από το θάνατο, αλλά που έχουν να αντιμετωπίσουν την περίπλοκη ζωή τους στην Αμερική. «…Εμείς οι πρόσφυγες, τη μια μέρα μπορεί να είμαστε στο επίκεντρο της προσοχής, να μας βοηθούν και να μας ενθαρρύνουν, και την άλλη να μας αγνοούν οι πάντες, όταν αποδειχτούμε ενόχληση. Όταν έχουμε μπελάδες φταίμε πάντοτε εμείς…». Είναι άνθρωποι ροκανισμένοι από την αγριότητα και το κακό και ενώ έχουν δει στη ζωή τους το πολύ ένα ποδήλατο, βρίσκονται στην αδηφάγα αμερικανική κοινωνία των μητροπόλεων όπου θα «καταναλωθούν» κι εκεί ως προϊόντα προς πώληση εξαιτίας της προσφυγικής τους ιδιότητας. Οι χορηγοί θα τους σώσουν, κυριολεκτικά. «…Είμαι ζωντανός και εσείς είστε ζωντανοί, άρα μπορούμε να γεμίζουμε τον αέρα με τα λόγια μας…». Αλλά για να κρατήσει την ανθρωπιά του ο Βαλεντίνο, θα συνεχίσει να λέει την ιστορία του. Την τραγική του ιστορία. «…Αυτός ο κόσμος είναι άθλιος, το ήξερα πια, αφού επέτρεπε σ’ ένα παιδί όπως εγώ να θάβει ένα παιδί όπως ο Γουίλιαμ Κ…».


Τη γενναιότητα να γράψει ένα όχι απλώς αξιοπρεπές βιβλίο, αλλά ένα έντονο και πυκνό και τόσο πικρό μυθιστόρημα, είχε ο Ντέιβ Έγκερς. Ο τίτλος του πρωτότυπου είναι «What is the what». Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με τον τίτλο «Τότε που σκοτείνιασε ο ουρανός», σε μετάφραση από τη Χίλντα Παπαδημητρίου που μας έχει συνηθίσει σε φροντισμένες και αξιόπιστες μεταφράσεις. Πρόκειται για ένα κείμενο που σε καθηλώνει η ουσία του αναγκαστικά, αλλά δεν μπορείς να μην παρακολουθήσεις και τη μαεστρία του συγγραφέα να ακροβατεί ανάμεσα στους χρόνους που εκτυλίσσονται οι διηγήσεις από τα διαφορετικά στάδια της ζωής του Ατσάκ Ντενγκ, και να αλλάζει κάθε φορά το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η ανατριχιαστικά ζωντανή και παραστατική αφήγηση του ήρωά του. Και απευθύνεται σε σένα κάθε φορά, αναγνώστη, δια μέσου του εκάστοτε κατάλληλου δευτερεύοντος προσώπου. «…Γιατί νομίζεις ότι είμαι ζωντανός, μικρέ; Είμαι ζωντανός, επειδή κανείς δεν ξέρει ότι είμαι εδώ. Ζω επειδή δεν υπάρχω…».
Αν ψάχνει κανείς σε ένα τέτοιο βιβλίο για πλοκή, ναι, διαθέτει. Και μάλιστα, φρικτά πλούσια. Ναι, και σασπένς και αγωνία έχει. Αλλά είναι ανθρωποφαγικό και κανιβαλικό να σκέφτεται κανείς τις φιλολογικές αρετές ενός τέτοιου κειμένου. Είναι μια αφήγηση που δεν σου επιτρέπεται να την «ξεπετάξεις» αναγνωστικά για να μάθεις την ιστορία και το τι γίνεται στο τέλος. Δεν ενδιαφέρει, μπορώ να πω αυτό. Καθόλου. Διαβάζεις αργά, γιατί «μπουκώνεις» από τα γεγονότα, τα συγκλονιστικά. Και αναπνέεις όλο και δυσκολότερα, με όσον αέρα σου αφήνει διαθέσιμο ο Dave Eggers, ακολουθώντας τα μετεωριζόμενα από την πείνα, τη δίψα και τις κακουχίες βήματα του Ατσάκ Ντενγκ. «…Αυτοί δεν είναι άνθρωποι. Είναι άνθρωποι-λιοντάρια που αγαπάνε τον πόλεμο και το αίμα…». Αναπόφευκτα συμπάσχεις, όσο μπορείς, με τη φαντασία σου, την ανθρωπιά και την ανάγνωσή σου –γιατί αυτό είναι το σημαντικό: να την μάθεις, να την γνωρίσεις την ιστορία, να μην την αγνοήσεις, να μην την παραβλέψεις, να μην την ξεχάσεις- παρακολουθώντας τον πρωταγωνιστή να ζει μια οδύσσεια στην οποία δεν τον περιμένει καμία Ιθάκη. Η πατρίδα του έχει καεί και σκυλευτεί και ποδοπατηθεί και οι άνθρωποί του αποτελούν μόνο μια παιδική ανάμνηση. «…Μαζί της ένιωθα ότι μπορούσα να ξεφύγω από την παιδική μου ηλικία, τις στερήσεις και τις συμφορές της…». Αλλά εκείνος έχει ανάγκη να ανακτήσει την ελπίδα του, την ανθρωπιά του, την περηφάνια του, να βρει, βρε αδερφέ, έναν καλό λόγο για να ζει. Κι αισθάνεσαι, διαβάζοντας το βιβλίο, ότι συμβάλλεις κι εσύ σ’ αυτό το λόγο ύπαρξης για έναν άνθρωπο που έχει ζήσει το θάνατο. Ναι, έχει ζήσει το θάνατο. Έχει θάψει με τα ίδια του τα χέρια το άψυχο κορμί του συνοδοιπόρου φίλου του. Παιδί κι αυτός. Του έχουν επιτεθεί τα όρνια να τον κατασπαράξουν όσο το πόδι του αιμορραγεί. Του έχουν συμβεί… Του έχουν συμβεί... Παρόλα αυτά, είναι ζωντανός και ζει για να διηγείται. Δεν έχει παρά να αφουγκραστεί κανείς τη φωνή του που βγαίνει ακόμα μέσω του αριστουργηματικού μυθιστορηματικού διαύλου που του προσφέρει ο Dave Eggers. «…Χαμογελάω αντανακλαστικά, είναι μια συνήθεια που πρέπει να κόψω. Προκαλεί στους άλλους τη διάθεση να με τιμωρήσουν…».



*****Το βιβλίο το διάβασα πολύ πριν τη σφαγή στη Γάζα. Με είχε "καταπλακώσει" η αλήθεια του. Για έναν λόγο παραπάνω τώρα βρίσκεται σφηνωμένο στο νου μου.