Το διαχρονικό ταξίδι του πεπρωμένου

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)

Μια εξοχική -εξωτική πια θα λέγαμε με τα σημερινά δεδομένα- επαρχιακή εικόνα της Σαρδηνίας, με τις καλαμιές μόνες στον άνεμο να θροϊζουν, γίνεται το τοπίο που στους κόλπους του η ζωή μια οικογένειας και λιγοστών περιφερειακών προσώπων αποκτά τραγική υπόσταση, εκείνη που της δίνει η πένα μιας γυναίκας που το 1926 κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πρόκειται για το βιβλίο «Καλαμιές στον άνεμο» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση Κατερίνας Γλυκοφρύδη, γραμμένο από την Γκράτσια Ντελέντα το 1913.
Ήταν το αγαπημένο βιβλίο της ιταλίδας δημιουργού και αποτυπώνει έναν κόσμο, χαμένο στο παρελθόν για μας. Μπορεί η θεματολογία του να μοιάζει παρωχημένη, η γραφή να παραπέμπει στους μεγάλους κλασικούς τραγικούς -αλλά να μην μπορεί εύκολα να λάμψει εκεί ανάμεσά τους- ωστόσο το κείμενο διαθέτει μια διαχρονική ομορφιά, θαμπή βέβαια και όχι τόσο έντονα ελκυστική, που κρατά όμως τον αναγνώστη μέχρι το τέλος, με νωχέλεια που μαγνητίζει και αποτελεί ίδιον της προσωπικής μου ανάγνωσης σε ό,τι αφορά την κλασική λογοτεχνία. Αφήνω συνήθως εκείνα τα «μεγάλα» έργα που εγώ ίσως δεν εντυπωσιάζομαι ούτε από τη σπουδαιότητά τους ούτε από τις κατακτήσεις τους στον δικό τους καιρό, να μου μιλήσουν με το δικό τους ρυθμό κι αν είναι κάτι που θα αποκομίσω από την αξία τους, αυτό θα γίνει αθόρυβα και υπόγεια, όχι κραυγαλέα και θεαματικά. Αυτή είναι και η προσωπική αξία που δίνω εγώ στην κλασική λογοτεχνία και υπό αυτό το πρίσμα θα μιλήσω για τις «Καλαμιές στον άνεμο».
Είναι κάτι σαν ορός θεραπευτικός η γλώσσα του παρελθόντος που εισέρχεται στη σύγχρονη σκέψη και αντίληψη με τρόπο πολύ περισσότερο κριτικό από τα λογοτεχνικά πονήματα της εποχής μας, με ένα στόχο καίριο και καθοριστικό: να αποκαθάρει τη σκέψη και το συναίσθημα από τα περιττά, τα ανούσια, δηλαδή εκείνα που είναι προορισμένα να πεθάνουν στο πέρασμα του χρόνου. Και ναι, μένει τέτοιο απόσταγμα από το βιβλίο αυτό της Γκράτσια Ντελέντα, όσο κι αν αρχικά μοιάζει τροχοπέδη στη συγκεκριμένη θεώρησή του ο ξεχειλίζων λυρισμός, ο υπερβάλλων ζήλος στις περιγραφές των τοπίων. Ο αναγνώστης μένει με την αίσθηση ότι οι εικόνες του περιβάλλοντος χώρου είναι που αποτυπώνουν όλη την αλήθεια που θέλει να μοιραστεί μαζί μας η συγγραφέας. Σαν πάνω στις κινήσεις αυτών των καλαμιών, των δέντρων, των νερών που κυλάνε, του αέρα που σφυρίζει, γράφεται η ζωή των ηρώων της. ο ενστικτώδης τρόπος που φαίνεται να βιώνει και να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα η ίδια η Ντελέντα τη λογοτεχνία, είναι και το γοητευτικό στοιχείο που την περνά μάλλον στην αιωνιότητα των κλασικών δημιουργών. Αυτό είναι και το κέντρισμα που δέχεται ο σύγχρονος αναγνώστης για να την ακολουθήσει στις ιστορίες της.

Το παιχνίδι της μοίρας

«... είμαστε ακριβώς καλαμιές στον άνεμο... Είμαστε εμείς οι καλαμιές και το πεπρωμένο ο άνεμος...» Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Εφίξ, ένα υπηρέτης στην «αριστοκρατική» και ξεπεσμένη πια οικογένεια των Πιντόρ. Θυσιάζει όλη του τη ζωή και την ύπαρξη στην υπηρεσία των τριών αδερφών, Ρουθ, Έστερ και Νοεμί, καταπονημένος και «δεμένος» ταυτόχρονα από ένα παλιό έγκλημα που διαπράττει για την άλλη τους αδερφή, τη Λία. Πρόκειται για τη γυναίκα που κατορθώνει να σπάσει τα δεσμά της πατρικής καταπίεσής της και ελεύθερη να αναζητήσει τη ζωή της μακριά από την οικογένειά της. «... Άφηνε εκεί πάνω τον καλύτερο εαυτό του τη δύναμη που δίνει η μοναξιά όταν αφήνεις τον κόσμο πίσω σου... Προχωρούσε και πήγαινε προς έναν τόπο τιμωρίας: τον κόσμο...».
Από κείνη τη στιγμή κι ύστερα ο χρόνος θα ακινητοποιηθεί επικίνδυνα για τις τρεις αδερφές που μένουν πίσω σ’ ένα κτήμα με τη μοναδική αφοσίωση, επιμέλεια και φροντίδα του Εφίξ. «...Ήταν όμως μια τρέλα που με έχει παρασύρει, τώρα έχω ανοίξει τα μάτια μου, βλέπω πού είναι η αληθινή σωτηρία. Εσύ πού βρήκε την αληθινή σωτηρία; Ζώντας για τους άλλους; Κι εγώ έτσι θέλω να κάνω, Εφίξ...». Είναι ο διάλογος που έρχεται από το μέλλον που έχει χαθεί μπροστά από τα μάτια των τριών «φυλακισμένων» στο πεπρωμένο τους γυναικών και έχει τη μορφή του γιου της Λίας, εκείνης που τόλμησε να απομακρυνθεί από το δεσποτισμό των Πιντόρ. Το νέο πρόσωπο που εισέρχεται αργά πια στη ζωή τους είναι για να τους υπενθυμίσει τις χαρές και την ομορφιά που έχασαν. Είναι το μέτρο σύγκρισης του ζοφερού τους παρόντος με το παρελθόν που ξόδεψαν χωρίς να κάνουν τίποτα και με το μέλλον που δεν υπάρχει πια. «...Η περηφάνια, το πάθος, η επιθυμία να σπάσει την παλιά της μίζερη ζωή και με τα θρύψαλά της να χτίσει μια καινούργια, δυνατή, φλόγιζε τα μάτια της...» Στέρεα φιγούρα μέσα στη σήψη, την παρακμή και τη συνεχή απώλεια, ο Εφίξ. Αυτός ο άνθρωπος, με την ντοστογιεφσκική αχλύ, που αγάπησε, εγκλημάτησε γι’ αυτό, έκανε δηλαδή τα πάντα για την αγάπη, τη στερήθηκε ο ίδιος και από την άλλη έδωσε όση αγάπη θα μπορούσε να δώσει άνθρωπος σε άνθρωπο.


Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Γκράτσια Ντελέντα γεννήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1871 στη μικρή πόλη Νουόρο της Σαρδηνίας. Βρέθηκε σε μια εποχή γεμάτη κοινωνικές ανισότητες, ενώ η οικογένειά της ανήκε στην περίφημη μεσαία τάξη με αρκετά καλή οικονομική κατάσταση. Και η δική της ζωή θα μπορούσε να είναι ένα από κείνα τα «ήσυχα» μυθιστορήματα που έγραψε η ίδια. Τα κείμενά της από νωρίς γίνονται γνωστά στους ιταλικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Θα βοηθήσει σ’ αυτό και η σχέση -αλληλογραφίας αρχικά, που κατέληξε όμως σε διακοπή της όποιας επαφής τους μετά τη συνάντησή τους- με το δημοσιογράφο-κριτικό και ωραίο άντρα στα νιάτα του, Stansis de Manca. Δεν θα διστάσει αργότερα να της γράψει μετά τη συνάντησή τους «Σας πέρασα για νάνο». Από το 1892 κι ύστερα σωρρεύονται οι απώλειες των δικών της προσώπων, ενώ από το 1897 τα βιβλία της εκδίδονται το ένα μετά το άλλο. Το 1900 παντρεύτηκε και ο άντρας της ανέλαβε να προωθήσει τα βιβλία της, κάτι που θα γίνει το σατιρικό θέμα οκτώ χρόνια αργότερα ενός μυθιστορήματος του Πιραντέλο, «Ο σύζυγός της».Το 1903 ανέλαβε την έκδοση του γνωστού έργου της Ντελέντα, «Ellas Portolu», ένας από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους της Γαλλίας, ο Treves. Το 1920 η νουβέλα της «Madre» παρουσιάζεται από τον άγγλο συγγραφέα του «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι», Ντέιβιντ Λόρενς στο αγγλικό κοινό. Το 1926 της απενεμήθη το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στις 15 Αυγούστου του 1930 πέθανε από καρκίνο. Στη θέση του σπιτιού της στο Νουόρο χτίστηκε μια εκκλησία που φέρει το όνομα του βιβλίου της «Η εκκλησιά της μοναξιάς».